- λειριόεντα
- λειριόειςlike a lilyneut nom/voc/acc plλειριόειςlike a lilymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
λειριόεις — λειριόεις, εσσα, εν (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο 2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.) 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» τα άνθη τού κρίνου, τα… … Dictionary of Greek